ὀλιγοδρανής

ὀλιγοδρανής
ὀλιγοδρανής
of little might
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ολιγοδρανής — ὀλιγοδρανής, ές (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δρανής (< δραίνω «έχω δύναμη»), πρβλ. α δρανής, λιπο δρανής] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγοδρανέα — ὀλιγοδρανής of little might neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὀλιγοδρανής of little might masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοδρανές — ὀλιγοδρανής of little might masc/fem voc sg ὀλιγοδρανής of little might neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοδρανέας — ὀλιγοδρανής of little might masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοδρανέες — ὀλιγοδρανής of little might masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρώ — (AM δρῶ, άω) 1. αναπτύσσω δράση, ενέργεια 2. επιδρώ 3. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα δρώμενα α) θεατρική παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα β) θρησκευτικές τελετές αρχ. 1. πράττω, ενεργώ, κατορθώνω 2. προσφέρω θυσία, τελώ μυστικές ιεροτελεστίες 3. κάνω… …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγηπελέων — ὀλιγηπελέων, ουσα (Α) αυτός που έχει λίγη δύναμη, αδύναμος, ασθενής, λιπόθυμος («ὁ δ ἄρ ἄπνευστος καὶ ἄναυδος κεῑτ ὀλιγηπελέων», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. σχηματισμένη από το επίθ. ὀλιγηπελής για μετρικούς λόγους (πρβλ. δυσμενής: δυσμενέοντες,… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοδρανία — ὀλιγοδρανία, ἡ (Α) [ολιγοδρανής] η ιδιότητα τού ολιγοδρανούς, αδυναμία, ασθενικότητα …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγοδρανέων — ὀλιγοδρανέω able to do little pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ὀλιγοδρανέων pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) ὀλιγοδρανής of little might masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”